φλαῦρος

φλαῦρος
φλαῦρος, α, ον,
A = φαῦλος (EM128.57), first in Sol.13.15, Pi.P.1.87, prevailing in [dialect] Ion. Prose, and freq. in [dialect] Att. (v. infr. 1.2 and 111):
I mostly of things, petty, paltry, trivial, Sol., Pi. ll. cc.; ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον having come to a trivial ending, Hdt.1.120.
2 indifferent, bad,

χώρην τῆς νῦν ἐκτήμεθα οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Id.7.8

.

ά; φ. σημεῖον Hp.Aph.6.52

;

εἴ τι φ. εἶδες A.Pers.217

(troch.); opp. ἀγαθός, Pl.Men.92c; opp. καλός, Democr. 63;

φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος S.Aj.1162

; κλύειν φλαῦρα ib.1323; φλαῦρον ἐργάσασθαί τινα to do one a mischief, Ar.Nu.1157; φλαῦρον εἰπεῖν τινας speak disparagingly of them, ib.834, cf. Lys.1045 (lyr.);

περί τινος Antipho 5.30

, Isoc.5.76;

τῆς δόξης ταύτης φ. τι καταγιγνώσκειν Id.15.297

;

φ. τι ἀπολαῦσαί Id.8.81

; γέροντα δ' ὀρθοῦν φλαῦρὸν ὃς νέος πέσῃ it is a poor thing, S.OC395.
II less freq. of persons, οὐ φλαυροτάτους . . τιμωρούς not the least distinguished . . , Hdt. 7.171; τῆς στρατιῆς τὸ -ότατον the least serviceable part, Id.1.207; οἰκίης οὐ -οτέρης not meaner, Id.1.99.
2 shabby, plain, of personal appearance,

τὸ εἶδος φ. Id.6.61

.
3 bad, opp. χρηστός, E.Med.1103 (anap.).
III Adv., -ρως ἔχειν to be ill, Hp.Mul.1.26, Hdt.3.129, 6.135, Pl.Sph.228b; φ. ἔχειν τινός to be ill off for a thing, Th.1.126; φ. ἔχειν τὴν τέχνην have a slight knowledge of . . Hdt.3.130; φ. πρῆξαι τῷ στόλῳ to fare badly with . . Id.6.94; φ. ἀκούειν to be ill spoken of, Id.7.10.

ή; φ. λέγειν ὑπέρ τινος Ael.VH8.17

; φ. ἰέναι, of the καταμήνια, Hp.Steril.241.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλαῦρος — petty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαύρος — α, ον, Α 1. (για πράγμ.) α) ασήμαντος, μηδαμινός β) πρόστυχος, κακός γ) ανωφελής, άχρηστος 2. (για πρόσ.) α) ανάξιος ή ανίκανος για κάτι β) φτωχός στην εμφάνιση γ) ανήθικος, φαύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • φλαῦρον — φλαῦρος petty masc acc sg φλαῦρος petty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦρα — φλαῦρος petty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦραι — φλαῦρος petty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦροι — φλαῦρος petty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • φλαυρότερον — φλαῡρότερον , φλαῦρος petty adverbial comp φλαῡρότερον , φλαῦρος petty masc acc comp sg φλαῡρότερον , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦρ' — φλαῦρα , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc pl φλαῦρε , φλαῦρος petty masc voc sg φλαῦραι , φλαῦρος petty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαυροτέρας — φλαῡροτέρᾱς , φλαῦρος petty fem acc comp pl φλαῡροτέρᾱς , φλαῦρος petty fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαυρότατον — φλαῡρότατον , φλαῦρος petty masc acc superl sg φλαῡρότατον , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”